Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

3 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ


       
                                              ΑΝΥΠΟΦΟΡΗ ΕΓΓΥΤΗΤΑ

Όσο απουσιάζεις
                   τόσο αληθεύω
Μυρίζεις ολάχνιστος ανυπαρξία
Όπως σ'ένα πολικό Φλεβάρη από τη γέννα του κουτσό
Μια μεθυστική πνοή οπώρας καλοκαιριού

Όσο απουσιάζεις
          τόσο παλμογραφείς διασταυρωμένες ρίζες δίψας και λιμού  
                   να σε κοιμηθώ
                   να σε πλαγιάσω

Αληθινά μαεστρική μπαγκέτα απονεύρωσης
Που όταν υψώνεται βουβαίνει εγκάρδιες εκστρατείες μεσημεριών
Και χαμηλώνοντας σπιθίζει ήχο γιασεμιών και κυκλάμινων
Στην αόρατη κυκλική γιορτή τού κρυ
                                                            φτού σου
Οργιαστικά λαμπροφορώντας σαβανωμένη νηνεμία
Σαν θάλασσα που ακκίζεται ψευδομαρτυρώντας γαλήνη
Με συνδαιτυμόνες Όλους τούς αλλόφρονες κακόφωνους
Που μεταβάλλονται σε Κανέναν φαιόχρωμης δικαιολογίας
Μα ναί. Αφού δεν ανασαίνεις, ζεις !
Αφόντας σφήνωσες στην απουσία πυρετό προικίζεις τον ύπνο ! 
Αίμα τις νύχτες εκσπερματίζεις !
Γιορτές θυελλοδοτείς ακατανόητες !

Πάντα θ' απουσιάζεις.
Προσφιλές τού φιλιού σου ενδιαίτημα
Ωρολογιακό κενό που αγκαλιάζει

Έξω πάντα θα είσαι.
Μια στεναχώρια δροσιστική
Να κρέμεται πανσέληνος
Στην έρημο αφυδατωμένου λάρυγγα

Αφού δεν ανασαίνεις, ζεις !
Τσαμπί σταφύλι αετονύχι
Το πάντα τού αλλού σου
Μια γεύση πρόκας το γλείψιμο τής γλώσσας
Σε λιμενοβραχίονες λαχτάρας τρικυμισμένης

Είναι τα χείλη σου δωρίζοντας ρίγος στο λαιμό μου
Ή  η ανυπαρξία τους που με κάνει να καίω ;

Πόσο ορθά απουσιάζεις !
Μεθυστικά !
Ευφρόσυνο ποτάμι σιωπής στα ουρλιαχτά
Άφθαστη γεωμετρία κενού ! Ασύγκριτη δροσιά μου !
Ρυμοτομεί καταπατημένους φράχτες προσμονής
Πολεοδομεί πολυόροφα σεισμόπληκτα όνειρα

Απροσάρμοστε εραστή, κλεψίγαμε
                             Ασυντόνιστε
                             Ασυνάρτητε
Μαθηματικά νυχοπατείς φανέρωση
Κλασματικές ζαλάδες καβαλικεύοντας
Έτσι που να παρθενεύω για να σε κυνηγώ ξανά
Ε λοιπόν, τ' ομολογώ : άφαντος ομορφότερος λάμπεις !

Ωστόσο, κάνε μας τη χάρη
Αγάπα με
Λι
γό
τε
ρο 
Όχι με τόσες άδειες νύχτες
Όχι με τόσο εγκαυματικό κενό
                                                      ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 
                                                
                  
                               ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ


Τέχνη συνώνυμη της βίας
Βδέλλα κυμβαλοποίησης
Της μάσκας αδελφοποιτή
Ανθυπολοχαγός της κάθετης εφόρμησης
Στο από γέννας Αυθόρμητο που είμαστε
Εργοχειρεί μιαν αναγκαία κίνηση
Σαν πίστη ορκομωτεί στη σκίαση

Όταν το ψεύδος ανατέλλει
Δύουν ελάχιστα τα βλέφαρα
Μιασματική στη φυσικότητα σπονδή
Όταν το ψεύδος πυγμαχώντας θρασύνεται
Τα μάτια στυλώνει οριζόντια ρητορική ευφράδεια
Τρέμοντας τα βλέφαρα μην παίξουν

Στη δίστρατη αυτή καλλιτεχνία
Που μάτια επιστρατεύει για εργαλεία
Μόνος αντίπαλος το φως
Το άτεχνο, αντιαισθητικό κι αντιθεατρικό
Καθώς δηλώνουν οι διαδόσεις
Θεράποντες μιας τέχνης κλασικής
Ανακουφιστικά λοιπόν, με διπλές ασπίδες απωθημένο
Εξορίζεται 

(Λευκοφορίας σθένος αθλοθετείται
Για να σταθείς αντίκρυ σ' άλλο βλέμμα)

Άραγε, είναι οι δηλώσεις τέχνη ;
Γι αυτό τόση βροχή ;

(Το ποίημα αυτό θα ήθελα σ' όλους τούς εκπροσώπους να αφιερώσω ταπεινά, λάτρης της τέχνης τους)
                                              ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
                                      ΠΑΝΤΕΛΗΣ

Αργούσε με κοινοβουλευτική συνέπεια το λεωφορείο
Στα μεταλλικά σπλάχνα να καταβροχθίσει 
Πολτό κοινόν ιδρώτα
Κολώνια διαφυγής με συνοικιακή σημαία ευκαιρίας
Ρούχων μυστικοπαθείς απομιμήσεις 
Κι εντόσθια λαϊκή σιωπή βουτηγμένη στο μέγα σάλαγο.

Ένας Παντελής απ' τους πολλούς
Κομμάτι δυσδιάκριτα γερμένος
Με πινελιές στάχτης στα μαλλιά
Κι όπως η θέση του επιβάλλει, φρεσκοσιδερωμένος
Ορθός στης στάσης όλων τους τη μαζική αιωνιότητα
Κοιτάζοντας δίχως να βλέπει κι ούτε τη σκέψη του να νιώθει
Με ζαλισμένο -πολλοί θα 'λέγαν ζαρωμένο- το μέσα της καρδιάς του
Τ'αντικρινά βουνά εξιστορούσε
Όπως χιλιάδες απ' τα εθνικόφρονα μεταλλεία ομογενείς του 
Με την παλέτα του νόμιμου εμπαιγμού και της «δημοκρατίας»

«Πάντα κατηφορίζουν οι πλαγιές, απ' την κορφή στη ρίζα
Και πέρα απ' την τσουλήθρα τους,
Για σαλταδόρους στην ηχώ που μας κακοποιεί
Κάποιου οπωσδήποτε -όπουλου ου ου
                                           -μανλή ου ου
                                        -νδρέου ου ου
Κι ανηφορίζουν μόνο, από τη ρίζα στην κορφή
Και πέρα από τ'ατέλειωτο,
Για όλους τούς ανώνυμους που Σίσυφος βαφτίστηκαν
Δίχως ηχώ καμιά το άχτι τους ν'αντιλαλεί».

Το λεωφορείο αργεί. Ακόμη ένας γύρος.

                                 ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

*.Ο κ Σταθης Κομνηνός  είναι φιλόλογος, μεταφραστής (σε πολλούς εκδ. οίκους), μουσικ.ός, θεατρικός συγγραφέας (ΘΕΑΤΡΟ ΕΡΕΥΝΑΣ), ποιητής (εκδ. ΔΟΜΟΣ) .
 Απο τα 3 ποιηματά του το ένα ειναι απο την τελευταια ποιητικη του συλλογη "ΤΡΙΑΣ ΕΞΑΠΑΤΗΣΕΩΝ" Εκδ. ΔΟΜΟΣ και δυο απο την υπό έκδοση συλλογη του "Πολιτικα Ποιήματα". 

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Χαμηλοφώνως


Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ' το 
φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-
τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
Kόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα 
τους φαγώθηκε από παράσιτα
Kι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δαχτυλά μου όπως περνάει 
ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι 
και κοιμάσαι
Kαι ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και 
θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι' αυτό σ' αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-
στε μαζί
Kι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν' ανεβοκατεβαίνει 
τα δέντρα
...πως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Kι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν

Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια 
του νερού και λέω: νά το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες 
απ' το κόκκινο - σαν τα μάτια τού μπεκρή - λυκόφως
Kαι είπαμε νά το ριζικό νά οι αγάπες βγήκαν στους δρό-
μους για τον επιούσιο

Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Nά 'ρχονται και να χάνονται
Γι' αυτό σ' αγαπώ
Kι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Eίσαι κείνο που γλύτωσε απ' τα σκάγια

Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι 
από σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Eίναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι' αυτό σ' αγαπώ.

Παπαδίτσας Δ. Π.
(από την Ποίηση,1, Στιγμή 1985)